κελευστικῶς

κελευστικῶς
κελευστικός
hortatory
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κελευστικός — κελευστικός, ή, όν (Α) [κελεύω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κελευστή. 2. ο ικανός στο να δίνει διαταγές 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ κελευστική (ενν. τέχνη) η τέχνη τού κελευστή, η τέχνη τού να διατάζει κανείς. επίρρ... κελευστικῶς με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”